- φράστης
- ὁ, Α [φράζω (Ι)]φραστήρ*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φραστῶν — φράστης eloquens masc gen pl φραστός fem gen pl φραστός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφραστής — ο, θηλ. άστρια (ΑΜ μεταφραστής και μεταφράστης) [μεταφράζω] 1. αυτός που αποδίδει προφορικό ή γραπτό λόγο με άλλο φραστικό τρόπο ή σε άλλο λεκτικό ύφος, εξηγητής, ερμηνευτής, μεταγλωττιστής 2. το πρόσωπο που μεταφέρει προφορικό ή γραπτό λόγο από… … Dictionary of Greek
φράστας — φράστᾱς , φράστης eloquens masc acc pl φράστᾱς , φράστης eloquens masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχινδαλαμοφράστης — και σκινδαλαμοφράστης, ὁ, Α αυτός που μελετά ή ελέγχει κάτι με σοφιστικό τρόπο, λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίνδάλαμος + φράστης (< φράζω)] … Dictionary of Greek